Τοποθέτηση – παρουσίαση της κατάληψης ΛΚ37 στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην κολεκτίβα 26Α στην Κωνσταντινούπολη – 27 Γενάρη 2019
Μέρος 1ο : η πολιτική φυσιογνωμία της κατάληψης
Καταρχήν ως μέλη της αναρχικής συλλογικότητας «κύκλος της φωτιάς» και καταληψίες της ΛΚ37, δε θα ήταν καθόλου εύκολο να μιλήσουμε συνολικά για τα 31 χρόνια ζωής και αγώνα μέσα από την ΛΚ37 σε μια σύντομη παρουσίασή της, σε μία εκδήλωση όπως η σημερινή. Από την πλευρά μας θα επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε τις βασικές αντιλήψεις αγώνα, εμπειρίες και βιώματα που καθόρισαν σε πολύ μεγάλο βαθμό το πλαίσιο της κατάληψης όταν έγινε το ‘88 και την διαδρομή της μέχρι σήμερα.
Η κατάληψη της ΛΚ37 ως μέσο αγώνα όλα αυτά τα χρόνια, μας προσέφερε και εξακολουθεί να μας προσφέρει τα μέγιστα για την επίτευξη των στόχων μας ως αναρχικών πάνω από όλα, γιατί αυτό είναι κατά βάση που μας χαρακτηρίζει, η πολιτική μας ταυτότητα και όχι η καταληψιακή μας ιδιότητα. Οι επιλογές μας ως αναρχικοί και καταληψίες τα τελευταία 6 χρόνια συμποσούνται στη συμμετοχή μας στις διασυλλογικές διαδικασίες για την συγκρότηση της Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης και την λειτουργία μας μέσα σε αυτήν ως κομμάτι της, γιατί αυτό στοχεύαμε εδώ και πολλά χρόνια, την δημιουργία μιας ομοσπονδιακής αναρχικής πολιτικής οργάνωσης και την συμμετοχή μας σε αυτήν. Αυτή η επιλογή μας συνδέεται άμεσα με έναν βαθύ και μακρύ αναστοχασμό στο εσωτερικό της συλλογικότητάς μας, η οποία συνέχισε το πλήθος των δραστηριοτήτων της, γιατί χαρακτηρίζεται από πολλές δραστηριότητες και πολλούς αγώνες. Ωστόσο μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του ‘08 ακολούθησε ένας μακρύς και βαθύς αναστοχασμός με βάση την εμπειρία μας μέσα σε αυτήν την εξέγερση, δεδομένων των ορίων που συνάντησε και των ευθυνών μας για αυτά τα όρια – δεδομένου ότι συναντήσαμε και εμείς τα δικά μας όρια.
Εδώ ίσως χρειάζεται να αποσαφηνίσουμε τι εννοούμε με τη φράση «συναντήσαμε τα όριά μας». Η ριζοσπαστικότητα, η συγκρουσιακότητα απέναντι στο κράτος, ο αυθορμητισμός, ο βολονταρισμός, η μαχητικότητα και η αποφασιστικότητα ήταν χαρακτηριστικά του αναρχικού κινήματος στην Ελλάδα όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, στοιχεία που το έκαναν εξαρχής να διαφοροποιηθεί και να συγκροτηθεί αυτόνομα από την ρεφορμιστική αριστερά που προσέβλεπε στον εξωραϊσμό του συστήματος (σε αντίθεση με τους αναρχικούς που πάλευαν για την οριστική καταστροφή του). Αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά συνέβαλαν στο να οικοδομηθεί ένας ζωντανός και ποικιλόμορφος πολιτικός χώρος που παρήγαγε μεγάλα γεγονότα και έδωσε δυναμικές απαντήσεις στο κρατικό καπιταλιστικό σύστημα. Ωστόσο, ο αφορμαλισμός, ως οργανωτικό μοντέλο, επιλεγμένο μέσα σε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον, συνάντησε τα όριά του. Είναι βέβαιο πως χωρίς τη επενέργεια των αναρχικών και την ιστορία αγώνων που έδωσαν σε βάθος 30 και πλέον χρόνων η εξέγερση του Δεκέμβρη θα ήταν τελείως διαφορετική. Μέσα στην εξέγερση είδαμε τα προτάγματά μας να δικαιώνονται και να αγκαλιάζονται από πολλούς. Ωστόσο, σαν αναρχικοί δεν θέλουμε απλώς την επανάληψη της εξέγερσης, την επανάληψη του εαυτού μας μέσα σε αυτή, θέλουμε να ξεπεράσουμε τα όρια της αποσπασματικής δράσης, της καταγγελτικότητας και της εξεγερσιακότητας και να θέσουμε με πραγματικούς όρους την προοπτική της Κοινωνικής Επανάστασης, θέτοντας στην κοινωνία μια ρεαλιστική πρόταση για την επαναστατική ανατροπή του κράτους και του καπιταλισμού. Και γι’ αυτό χρειαζόταν να χαράξουμε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική, να αναβαθμίσουμε τις δομές και τις πολιτικές μας διαδικασίες.
Η επιλογή μας λοιπόν για την συμμετοχή μας στις διαδικασίες της συγκρότησης της ΑΠΟ ήταν αποτέλεσμα, προϊόν της αυτοκριτικής μας και του αναστοχασμού μας για τα όρια μας μέσα στην μεγάλη εξέγερση του Δεκέμβρη, για όλα όσα προηγήθηκαν και πριν τον Δεκέμβρη, όλη αυτήν την τριακονταετία, συν την προηγούμενη δεκαετία, που φτάνει μέχρι την δεκαετία του ‘70.
Μέσα σε αυτή τη διαδρομή, τα προβλήματα αγώνα που συνάντησε η ΛΚ37 παρά τις μεταμορφώσεις της παραμένουν από τότε μέχρι και σήμερα περίπου τα ίδια και πάντα επίκαιρα. Αυτό που μας διέκρινε ως καταληψίες είναι το ότι πάνω από όλα δεν ήμασταν τέτοιοι, δεν ήμασταν καταληψίες, αυτή ήταν μόνο μια από τις ιδιότητές μας, ήμασταν αναρχικοί, που σημαίνει ότι ποτέ δεν ταυτίσαμε τα μέσα μας – και μόνο ένα από αυτά ήταν η κατάληψη έστω και αν ήταν από τα πιο σημαντικά- με το σκοπό μας ούτε υποκαταστήσαμε τον σκοπό μας με τα μέσα μας. Αναρχικοί μπήκαμε στην ΛΚ37, αναρχικοί μείναμε και αναρχικοί θα είμαστε όταν θα μας βγάλουν σηκωτούς. Με λίγα λόγια η κατάληψή μας δεν ήταν ποτέ, δεν έγινε ποτέ αυτοσκοπός και δεν πήρε τα χαρακτηριστικά ενός αυτοτελούς σκοπού. «Η κατάληψή μας είναι τα πάντα για εμάς, «η κατάληψή μας είναι η ταυτότητά μας», τίποτα από αυτά δεν είμαστε. Ο Μαλατέστα στο ερώτημα αν ο σκοπός αγιάζει τα μέσα απάντησε ότι κάθε σκοπός έχει ή φέρει τα μέσα του. Και για εμάς λοιπόν η κατάληψη δεν ήταν και δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα από τα μέσα μας για το σκοπό μας, που δεν διαφοροποιείται από τον σκοπό του Ε. Μαλατέστα, την Κοινωνική Επανάσταση, την Αναρχία και τον Ελευθεριακό Κομμουνισμό. Για όποιον ακούει αυτά, θεωρώντας ότι είναι αυτονόητα και δεδομένα για το πλήθος των καταλήψεων που εμφανίστηκαν όλη αυτήν την τριακονταετία, θα δυσκολευτεί να καταλάβει (πέρα από τις πολύμορφες διαδικασίες με διάφορες ομάδες και καταλήψεις) το πολιτικό υπόβαθρο της διαρκούς διαπάλης μεταξύ τους – αυτών των καταλήψεων- και θα τα αποδίδει αενάως σε ζητήματα τρόπων, συμπεριφορών και χαρακτήρα αυτών, εκείνων ή των άλλων, πράγμα επιφανειακό και απολίτικο.
Με λίγα λόγια είπαμε τι ήμασταν, τι είμαστε και τι δεν ήμασταν και δεν γίναμε, χωρίς να αναφερθούμε στο τι αντιμετωπίσαμε. Με δεδομένο ότι εμείς πάνω από όλα δεν είμαστε καταληψίες αλλά είμαστε αναρχικοί, οι αναφορές μας δεν είναι απλά η πολιτικοποίηση της καθημερινής ζωής αλλά ο ορίζοντας της Κοινωνικής Επανάστασης, από εκεί πηγάζουν και πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε στο εσωτερικό μας, στο εσωτερικό δηλαδή των καταλήψεων, της διαπάλης μεταξύ μας που, παρά την συνεργασία και την συντροφικότητά μας και σε μερικές στιγμές την αποτελεσματικότητά μας και τον στενό δεσμό που αναπτύχθηκε μεταξύ μας , άλλες φορές πήρε τα χαρακτηριστικά οριακής και ρηξιακής σύγκρουσης μεταξύ μας. Θα διαβάσουμε μια φράση, παράφραση κάποιων καταστασιακών γιατί επηρέασαν το κίνημά μας, χωρίς να το υπερκαθορίσουν όμως, γιατί παρέμεινε αναρχικό μέχρι το μεδούλι του. Στην αφίσα των 10 χρόνων της ΛΚ37, πριν 20 χρόνια δηλαδή γράφαμε « η φύση του εγχειρήματος μας μας υπαγορεύει να εργαζόμαστε ομαδικά, να εκδηλωνόμαστε λίγο, να περιμένουμε πολλούς ανθρώπους και γεγονότα που θα έρθουν. Διαθέτουμε πίστη στην άλλη μεγάλη δύναμη να μην περιμένουμε τίποτα από ένα πλήθος γνωστών δραστηριοτήτων, ατόμων και θεσμών». Και να προσθέσουμε πως υπάρχει μια αφίσα της ΛΚ του 1994 που μοιάζει ολότελα παράδοξη, μια αφίσα υπογραμμένη από μια κατάληψη, η οποία λέει μόνο ένα πράγμα «Το όνομά μας είναι η ψυχή μας, Αναρχία». Φαίνεται ολότελα παράδοξο σήμερα, αν δεν γνωρίζει κανείς ότι αυτό που αντιμετωπίζαμε ως καταληψίες απέναντι σε άλλους καταληψίες ήταν τέτοιο ώστε να βγάλουμε μια αφίσα για να πούμε ότι εμείς δεν είμαστε απέναντι στην αναρχία, εμείς είμαστε η αναρχία.
Μέρος 2ο: Λειτουργία της κατάληψης ως κοινωνική και πολιτική δομή που προτάσσει την Αυτοοργάνωση – την Αντίσταση – την Αλληλεγγύη
Αφού περιγράψαμε την πολιτική φυσιογνωμία της κατάληψης είναι σαφές πως αυτό το εγχείρημα για εμάς είναι ένα μέσο, ένα εργαλείο στα χέρια μας, ανάμεσα σε άλλα, για τον αγώνα που διεξάγουμε σαν αναρχικοί για τη συνολική ανατροπή του συστήματος, την κοινωνική επανάσταση. Η επιλογή μας – ας το πούμε σχηματικά – το να κοιτάμε περισσότερο προς τα έξω παρά προς τα μέσα, και το να βλέπουμε πάντοτε την κατάληψη σαν χώρο συνδεδεμένο με τις κοινωνικές και ταξικές εξελίξεις και παράλληλα με την ανάπτυξη του αναρχικού κινήματος και όχι σαν νησίδα ελευθερίας ή έναν παράδεισο απόλαυσης όπου απλά μπορούμε «να ζούμε και να εκφραζόμαστε διαφορετικά», μας καθόρισε σε σημαντικές και κρίσιμες στιγμές του αγώνα, και μας έκανε να διαφοροποιηθούμε από άλλες λογικές καταλήψεων. Έχοντας τη συνείδηση ότι η ίδια η φύση του μέσου κρύβει τον κίνδυνο του αυτοπεριορισμού σε έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής, ακίνδυνο και αφομοιώσιμο από το σύστημα, αν αποκοπεί από τον συνολικότερο αγώνα ενάντια στο κράτος και τον καπιταλισμό, στεκόμασταν πάντοτε κριτικά απέναντι σε λογικές ενός lifestyle εναλλακτισμού, που σε κάποιες στιγμές έφτασαν να είναι, εκτός από ανταγωνιστικές, ακόμα και εχθρικές απέναντι στην αναρχία.
Μπορούμε να πούμε επίσης ότι στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 η πρακτική της κατάληψης δεν ήταν ακριβώς μια πρακτική των αναρχικών. Η ιδέα των καταλήψεων ερχόμενη από την Ευρώπη είχε χαρακτηριστικά του «νέου», του μεταμοντέρνου, που εμφανίζονταν στην Ελλάδα και σαν απάντηση στο αναρχικό. Γι’ αυτό και οι αναρχικοί ήταν επιφυλακτικοί απέναντι σε αυτό το ρεύμα. Ακριβώς επειδή η κατάληψη έγινε από αναρχικούς συντρόφους, άλλαξε σε κάποιο βαθμό τα μέχρι τότε δεδομένα, συνδέοντας την πρακτικής της κατάληψης με τον αναρχικό αγώνα.
Επίσης η κατάληψη επηρέασε το αναρχικό κίνημα προωθώντας την αντίληψη της παρέμβασης σε κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες που ξεσπούσαν εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα, με σκοπό τη ριζοσπαστικοποίηση των συνειδήσεων και τη διάχυση του προτάγματος της συνολικής ανατροπής μέσα σε αυτούς τους ενδιάμεσους μερικούς αγώνες. Μέσα από τη δράση της και πρωτοβουλίες που πήρε, προώθησε την έννοια της αλληλεγγύης, όχι μόνο στους ομοίους μας, αναρχικούς κλπ, που μοιραζόμαστε ένα κοινό όραμα, αλλά και της αλληλεγγύης με άλλα ταξικά ή κοινωνικά υποκείμενα. Θεωρώντας πως το ζήτημα της κοινωνικής επανάστασης δεν αφορά στενά τους αναρχικούς αλλά και άλλα αντιστεκόμενα κομμάτια της κοινωνίας. Υπήρχε η ανάγκη μιας πιο οργανωμένης παρουσίας και σταθερής απεύθυνσης με κοινωνικούς όρους, η ανάγκη σύνδεσής του με τη νεολαία, με τους εργάτες, τους άνεργους, η ανάγκη για τη δημιουργία σταθερών πρωτοβουλιών, και δομών αγώνα, και όχι μόνο η ευκαιριακή και αποσπασματική δράση στους δρόμους, όσο δυναμική και αν ήταν αυτή. Και σε αυτό το σημείο της σύνδεσης της συγκρουσιακότητας στο δρόμο με την καθημερινή κοινωνική και ταξική σύγκρουση, συνέβαλε επίσης η κατάληψη ως κοινωνική και πολιτική δομή.
Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα για την πολιτική επιλογή αυτού του μέσου. Είναι σίγουρο πως δεν θα πάψουμε να είμαστε αναρχικοί αν η κατάληψη πάψει να υπάρχει (για λόγους καταστολής), αλλά σίγουρα επίσης δεν είναι το ίδιο να έχεις την κατάληψη και να μην την έχεις. Με αυτό εννοούμε ότι υπάρχει μια ιδιαιτερότητα στο να είσαι αναρχικός ΚΑΙ καταληψίας. Γιατί το γεγονός ότι η κατάληψη είναι ένας πολύ συγκεκριμένος και υλικός χώρος, και παρότι αυτό σε κάνει πιο ορατό και επομένως ευάλωτο απέναντι στην καταστολή, δίνει ταυτόχρονα τη δυνατότητα εδαφικοποίησης του αγώνα και κοινωνικοποίησης των προταγμάτων της αντίστασης, της αυτοοργάνωσης και της αλληλεγγύης σε μια σταθερή και καθημερινή βάση. Οι εξοντωτικοί όροι ζωής που επιβάλλουν το κράτος και ο καπιταλισμός οδηγούν στον κοινωνικό κατακερματισμό, στην διάλυση κάθε έννοιας πραγματικής κοινότητας ανθρώπων, στην αποξένωση, την εξατομίκευση και την ιδιώτευση. Σε μια κοινωνία γονατισμένη από τον εκβιασμό της επιβίωσης, εγκλωβισμένη στην ασφυκτική πραγματικότητα μιας πόλης ελεγχόμενης από το εμπόρευμα, τις κάθε είδους μαφίες και τις δυνάμεις καταστολής. Μέσα σε μια συνθήκη όπου διαχέεται κοινωνικά ο φόβος και η ανασφάλεια, η μισαλλοδοξία και ο ρατσισμός, όπου αναπαράγεται η λογική της εξουσίας «ο ισχυρός απέναντι στον αδύνατο» και τείνει να επικρατήσει ο νόμος της ζούγκλας και του κοινωνικού κανιβαλισμού, η ανάγκη για την δημιουργία χώρων αγώνα μέσα στην πόλη είναι ζωτικής σημασίας. Γιατί ως ορατά και σταθερά σημεία συνάντησης των αντιστεκόμενων και εστίες εξάπλωσης των απελευθερωτικών προταγμάτων, στέκονται ανταγωνιστικά απέναντι στον κρατικό-καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας που επιβάλλεται από τα πάνω, χτίζουν την αντίσταση στο παρόν αλλά και ταυτόχρονα αποτελούν κύτταρα οργάνωσης της αυριανής κοινωνίας που οραματιζόμαστε. Φέρουν στο εσωτερικό τους αλλά και προτάσσουν κοινωνικά τις αξίες της αλληλεγγύης, της αλληλοβοήθειας, της ισότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, αξίες που όλο και περισσότερο απονοηματοδοτούνται και απαξιώνονται σε μια εποχή γενικευμένης κρίσης .
Έτσι, η κατάληψη ΛΚ37, με τον τρόπο που επιλέγουμε να ζούμε μαζί και να αγωνιζόμαστε, αποτελεί μια καθημερινή πράξη άρνησης στους όρους ζωής που υπαγορεύονται από τους νόμους της εξουσίας και του κέρδους, μια πρόταση αυτοοργάνωσης κόντρα στην παραίτηση, την ανάθεση και τη διαμεσολάβηση από θεσμούς και παράγοντες του συστήματος που συντηρούνται από την απάτη της «επίλυσης» των κοινωνικών αναγκών από τα πάνω, (όπως της στέγασης, της διατροφής, της μόρφωσης, της ψυχαγωγίας, της επικοινωνίας, της καλλιτεχνικής έκφρασης). Είναι ένα έδαφος όπου όλα αυτά βρίσκουν υλική έκφραση μέσα από τη συνεχή διαμόρφωση ενός συλλογικού πλαισίου ζωής και αγώνα. Τα ερωτήματα και οι προκλήσεις που γεννιούνται μέσα από μια ζωντανή και καθημερινή διαδικασία αντίστασης, ριζοσπαστικοποιούν την κριτική, οπλίζουν τη συνείδηση και σφυρηλατούν τη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη.
Με λίγα λόγια η κατάληψη αποτελεί για εμάς ένα διαρκές πείραμα σύνδεσης της καθημερινής ζωής με τον αγώνα ενάντια στο κράτος. Γιατί ο αγώνας δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα, αλλά μια συνεχής καθημερινή σύγκρουση με το υπάρχον, που εξαρτάται από τη δέσμευση, τη συνέπεια, τη συνεισφορά.
Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο η κατάληψη ως κοινωνικός και πολιτικός χώρος επικοινωνίας, ζύμωσης και συνάντησης των αντιστεκόμενων, εκτός από τον στεγαστικό της ρόλο, φιλοξενεί ένα πλήθος από πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές δραστηριότητες. Πέρα από αναρχική συλλογικότητα του Κύκλου της Φωτιάς που στεγάζεται στο χώρο, λειτουργεί η συνέλευση της κατάληψης που διαμορφώνει το πολιτικό της πλαίσιο και με βάση τις ανάγκες και τις προτεραιότητες του αγώνα οργανώνει στο χώρο εκδηλώσεις, όπως βιβλιοπαρουσιάσεις, προβολές ταινιών και ντοκιμαντέρ, συζητήσεις, θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, συντροφικές κουζίνες, δραστηριότητες για παιδιά, μαθήματα αυτομόρφωσης. Υπάρχει θεατρική σκηνή που κατασκευάστηκε από συντρόφους και συντρόφισσες για να στεγάσει τις ανάγκες της θεατρικής ομάδας, βιβλιοπωλείο με τις κινηματικές εκδόσεις «Νοτιος Ανεμος» που ξεκίνησαν από την κατάληψη το 1988, γυμναστήριο όπου κατά διαστήματα λειτουργούν αυτοοργανωμένα μαθήματα. Εκτός από τις δραστηριότητες που οργανώνονται στο χώρο, η κατάληψη παρεμβαίνει και δρα σε τοπικό επίπεδο στη γειτονιά, είτε ως τέτοια, είτε μέσα από τη συμμετοχή των καταληψιών σε ευρύτερες συλλογικοποιήσεις, όπως είναι η συνέλευση Αντίστασης και Αλληλεγγύης Κυψέλης /Πατησίων, όπως επίσης και συμμετέχει μαζί με άλλους αγωνιζόμενους στην περιοχή σε αντιφασιστικές κινητοποιήσεις και κινήσεις αλληλεγγύης σε πρόσφυγες και μετανάστες. Το τελευταίο διάστημα φιλοξενούνται στην κατάληψη μια συνέλευση αναρχικών μαθητών και μια συνέλευση αναρχικών φοιτητών.
Μέρος 3ο – Συμμετοχή, παρέμβαση και συμβολή της κατάληψης σε διάφορα μέτωπα του αγώνα
Κάθε περίοδος αυτών των τριάντα χρόνων είναι γεμάτη από στιγμές μέσα στην κατάληψη και στιγμές όπου ο λόγος και η πράξη αναζητούν την ευρύτερη κοινωνική τους διάχυση μέσα από συναντήσεις και συνεργασίες, συναντήσεις, παρεμβάσεις και διαδηλώσεις.
Τόσο η γέννηση του εγχειρήματος της κατάληψης στα πλαίσια αναζήτησης κινηματικών απαντήσεων στο επιβαλλόμενο κρατικό – καπιταλιστικό μοντέλο ζωής, όσο και η διαδρομή του μέσα από τις επιλογές των ανθρώπων που λειτουργούν σε αυτό, το καθιστούν άρρηκτα συνδεδεμένο με την παρέμβαση και τη συμμετοχή των αναρχικών – αντιεξουσιαστών στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες.
Έτσι κάθε περίοδος αυτών των 30 χρόνων είναι γεμάτη από στιγμές αντίστασης μέσα από τις οποίες συναντηθήκαμε μεταξύ μας και με πολλούς άλλους…
Ενάντια στη μισθωτή σκλαβιά, τους σύγχρονους όρους επιβολής της και τα εργατικά “ατυχήματα”
Αναρχικοί σύντροφοι ανέπτυξαν από την πρώτη στιγμή της κατάληψης πολύμορφες πρωτοβουλίες ταξικής αλληλεγγύης σε αγωνιζόμενους εργάτες και βρέθηκαν πλάι στους αγώνες τους σε πλήθος περιπτώσεων. Ενδεικτικά αναφέρουμε την απεργία ενάντια στις απολύσεις στα μεταλλεία Μαντουδίου στην Εύβοια και στη Πειραϊκή – Πατραϊκή στη Πάτρα το 1990, την απεργία στις αστικές συγκοινωνίες και τη κατάληψη του αμαξοστασίου στην Αθήνα το χειμώνα του 1991. Ενώ λίγα χρόνια αργότερα τον Ιούνη του 1998, τον αγώνα των αδιόριστων εκπαιδευτικών ενάντια στην αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων και τα συγκρουσιακά γεγονότα που αναπτύχθηκαν εκείνη τη περίοδο καθώς και τον αγώνα των αγροτών στα μπλόκα στις εθνικές οδούς το χειμώνα του 1997. Το Μάρτη του 1998 πραγματοποιήθηκε επιθετική παρέμβαση σε συνέδριο της ΓΣΣΕ στην Καβάλα ενάντια στον χειραγωγικό και διαμεσολαβητικό ρόλο των γραφειοκρατών συνδικαλιστών στους ταξικούς αγώνες. Αναφέρουμε ενδεικτικά κάποιους σημαντικούς ταξικούς αγώνες των πρώτων χρόνων της κατάληψης διότι έχει ιδιαίτερη σημασία η ταξική αλληλεγγύη και παρέμβαση των αναρχικών σε αυτούς, σε μια περίοδο που στους χώρους μας δεν ήταν ευρύτερα κατακτημένος ο ταξικός χαρακτήρας της εκμετάλλευσης και καταπίεσης από το κράτος και τα αφεντικά και κατ’ επέκταση ο ταξικός χαρακτήρας του αναρχικού αγώνα. Επίσης συμμετείχαμε σε πλήθος κινητοποιήσεων ενάντια σε εργατικά ατυχήματα που τα τελευταία χρόνια είναι όλο και συχνότερα. Ενώ αναπτύξαμε σταθερά την αναρχική παρουσία και παρέμβαση στις κινητοποιήσεις της 1ης Μάη. Όλη τη τελευταία περίοδο των μεγάλων απεργιακών κινητοποιήσεων και συγκρούσεων που εκδηλώθηκαν στους δρόμους της Αθήνας, από το 2008 και έπειτα, βρεθήκαμε σταθερά σε αυτές, με συγκροτημένη αναρχική παρουσία. Σήμερα ως αναρχικοί εργαζόμενοι και καταληψίες συμμετέχουμε επιπλέον σε σωματεία βάσης και μετωπικά αυτοοργανωμένα σχήματα ενισχύοντας τους ταξικούς αγώνες “από τα κάτω” και την αναρχική παρέμβαση σε αυτούς.
Βρεθήκαμε στους δρόμους με μαθητές, φοιτητές και νεολαίους. Από τις μαθητικές καταλήψεις τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 90 μέχρι αυτές του 98 – 99 και αργότερα τις φοιτητικές καταλήψεις του 2006 – 07 όπου σε στιγμές πήραν χαρακτηριστικά γενικευμένων κοινωνικών συγκρούσεων και εξέγερσης όπως το Γενάρη του 1991 μετά τη δολοφονία του κομμουνιστή καθηγητή Ν. Τεμπονέρα από δεξιούς παρακρατικούς κατά την διάρκεια των μαθητικών κινητοποιήσεων εκείνης της χρονιάς.
Επίσης βρεθήκαμε σε αντιεξουσιαστικούς αγώνες και εξεγερτικά γεγονότα που ξέσπασαν σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Όπως το Σεπτέμβρη του 1988 και το Φλεβάρη του 1990 με τις δίκες και ουσιαστικά την αθώωση του μπάτσου δολοφόνου του νεαρού συντρόφου Μ. Καλτεζά. Το Νοέμβρη του 1995 στην κατάληψη του Πολυτεχνείου, αλληλέγγυοι στην εξέγερση των φυλακών Κορυδαλλού και στην απεργία πείνας αναρχικών πολιτικών κρατούμενων. Στην κατάληψη του Πολυτεχνείου τέλος, τον Δεκέμβρη του 2008 στην κοινωνική εξέγερση που ξέσπασε στα Εξάρχεια και απλώθηκε σε όλη τη χώρα μετά τη δολοφονία από μπάτσους του νεαρού Α. Γρηγορόπουλου.
Σε τοπικές αντιστάσεις και αγώνες ενάντια στη λεηλασία και καταστροφή της φύσης και των τοπικών κοινοτήτων.
Από το χωριό Πουρί του Πηλίου τον Ιούνη του 1994 για την υπεράσπιση του νερού, στα χωριά Βαρβάρα και Ολυμπιάδα Χαλκιδικής ενάντια στην εγκατάσταση μεταλλουργίας χρυσού το 1997 – 98, στο βουνό της Γκιώνας ενάντια στην εξόρυξη βωξίτη, έως την Κερατέα Αττικής και τη Λευκίμμη Κέρκυρας ενάντια στην εγκατάσταση ΧΥΤΑ και ξανά στα χωριά της Β.Α. Χαλκιδικής ενάντια στην εγκατάσταση ανοιχτού μεταλλείου χρυσού την τελευταία δεκαετία. Και από τον αγώνα για την προάσπιση του βουνού της Πάρνηθας, από πλήθος αναπτυξιακών σχεδιασμών, μετά την πυρκαγιά που κατέκαψε το μεγαλύτερο μέρος του Δρυμού της, επιχειρώντας επιπλέον να συγκροτήσουμε ανοιχτά μετωπικά σχήματα για τα ζητήματα φύσης έως τον αγώνα ενάντια στα φράγματα και την εκτροπή του ποταμού Αχελώου όπου συμμετέχουμε αδιάλειπτα από το 2007 μέχρι σήμερα με πανελλαδική δραστηριοποίηση. Πρόκειται για παρεμβάσεις και κινητοποιήσεις που συνέβαλαν σημαντικά στο μπόλιασμα του αναρχικού αγώνα με το περιεχόμενο και το πρόταγμα της υπεράσπισης του φυσικού κόσμου, στη συνάντηση με τις αγωνιζόμενες τοπικές κοινότητες, στη διεύρυνση του πεδίου δραστηριοποίησης των αναρχικών και πέρα από τις πόλεις στους τόπους όπου συντελούνται κρατικά και καπιταλιστικά εγκλήματα σε βάρος της φύσης, στην ανάπτυξη της επαφής με τον φυσικό κόσμο και τον αναστοχασμό σχετικά με τη σχέση ανθρώπου – φύσης και στο άνοιγμα νέων μονοπατιών αγώνα για την παρέμβαση και κινητοποίηση των αναρχικών απέναντι στην αναπτυξιακή επέλαση.
Ενάντια στην παγκοσμιοποίηση της κυριαρχίας και τις πολεμικές της επιδρομές.
Από τη πανευρωπαϊκή πορεία στο Άμστερνταμ το 1997 ενάντια στη Διάσκεψη Κορυφής της Ε.Ε., στο Λονδίνο στη διαδήλωση της πρωτομαγιάς του 2000, στις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις στην Πράγα το Σεπτέμβρη του 2000 ενάντια στη σύνοδο του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, στη Νίκαια ενάντια στη σύνοδο της Ε.Ε. το Δεκέμβρη του 2000, στα μεγάλα συγκρουσιακά γεγονότα στη Γένοβα τον Ιούλη του 2001 οπού δολοφονήθηκε από μπάτσους ο σύντροφος Κάρλο Τζουλιάνι, στο Στρασβούργο στο NO BORDER ACTION CAMP τον Ιούλη του 2002 μέχρι τη Θεσσαλονίκη ενάντια στη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. τον Ιούνη του 2003. Όλο το διάστημα πριν τις διαδηλώσεις του Ιούνη αναπτύχθηκε έντονη δραστηριότητα και κοινωνική παρέμβαση των αναρχικών στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, ενώ στη κεντρική διαδήλωση στη Θεσσαλονίκη και στις συγκρούσεις που ξέσπασαν με την αστυνομία για το σπάσιμο της κόκκινης ζώνης συνελήφθησαν και προφυλακίστηκαν 7 σύντροφοι οι οποίοι προχώρησαν σε απεργία πείνας πυροδοτώντας έναν σημαντικό αγώνα αλληλεγγύης τους επόμενους μήνες σε πανελλαδικό επίπεδο με κέντρο αγώνα την κατάληψη της Πρυτανείας του Πανεπιστημίου, και αποτέλεσμα την σημαντική ανάπτυξη του αναρχικού – αντιεξουσιαστικού κινήματος και την αποφυλάκισή τους.
Επίσης βρεθήκαμε σε μεγάλες αντιπολεμικές διαδηλώσεις ενάντια στις πολεμικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στη Γιουγκοσλαβία, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και σε συγκρουσιακά γεγονότα όπως κατά την επίσκεψη του Κλίντον στην Αθήνα το Νοέμβρη του 1999 όπου στη διαδήλωση που πραγματοποιήθηκε έλαβαν χώρα εκτεταμένες επιθέσεις των αναρχικών σε κρατικούς και καπιταλιστικούς στόχους.
Ενάντια στις κρατικές και καπιταλιστικές φιέστες όπως της Ολυμπιάδας του 2004 στην Αθήνα με πλήθος συγκεντρώσεων και παρεμβάσεων ενάντια στη λεηλασία του κοινωνικού πλούτου, την επίταση του ελέγχου, την εντατικοποίηση της εργασίας και τις δολοφονίες των αφεντικών στα δεκάδες εργατικά ατυχήματα, μέσα σε ένα περιβάλλον αστυνομοκρατίας αλλά και γενικής πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης.
Αλληλέγγυοι/ες σε πρόσφυγες και μετανάστες
Με την ανάπτυξη πλήθους κινητοποιήσεων και δράσεων, από τα πρώτα χρόνια της μαζικής μετάβασης μεταναστών κυρίως από την Αλβανία και τις χώρες των Βαλκανίων μέχρι σήμερα όπου χιλιάδες άνθρωποι μετακινούνται εξαιτίας των πολεμικών επιχειρήσεων και των άθλιων συνθηκών διαβίωσης στην περιφέρει της ανεπτυγμένης Δύσης. Κινητοποιήσεις και δράσεις τόσο σε τοπικό επίπεδο στη γειτονιά της Κυψέλης όσο και σε κεντρικό επίπεδο, ενάντια στη ρητορική του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας και ενάντια στην κρατική αντιμεταναστευτική πολιτική της παρανομοποίησης και του εγκλεισμού των μεταναστών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Αλληλέγγυοι/ες στις ιθαγενικές, κοινωνικές και λαϊκές αντιστάσεις στις Αμερικές.
Με πληθώρα εκδόσεων για τα ιθαγενικά κινήματα της Αμερικής. Με δράσεις αντιπληροφόρησης και αλληλεγγύης στους ιθαγενικούς αγώνες όπως των ινδιάνων Μοχώκ του Καναδά ήδη από το 1991, των ζαπατίστας μερικά χρόνια αργότερα και των Μαπούτσε, καθώς και στις κοινωνικές εξεγέρσεις στην Αργεντινή το Δεκέμβρη του 2001 και στην Οαχάκα το 2006 και το 2016. Με παρεμβάσεις στις πρεσβείες του Καναδά, του Μεξικού, της Αργεντινής, της Χιλής ενάντια στις κρατικές και παρακρατικές δολοφονίες και τις κατασταλτικές επιχειρήσεις. Ενάντια επίσης στις πολυεθνικές που ευθύνονται για την αρπαγή και λεηλασία των ιθαγενικών εδαφών. Καθώς και με παρουσία στις αυτόνομες ζαπατιστικές κοινότητες για την ενίσχυση των δομών αυτονομίας όπως το 2000 στο Καρακόλ του Οβεντίκ και το 2010 στο νοσοκομείο του Σαν Χοσέ στο Καρακόλ της Ρεαλιδάδ. Σε διεθνείς συναντήσεις, όπως στην πρώτη διηπειρωτική συνάντηση που κάλεσαν οι ζαπατίστας για την ανθρωπότητα κι ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό τον Αύγουστο του 1996 στην Τσιάπας, στη δεύτερη διηπειρωτική συνάντηση στην Ισπανία το 1997 και στην πρώτη διεθνή συνάντηση γυναικών που αγωνίζονται το Μάρτη του 2018 στο Καρακόλ της Μορέλια.
Ενάντια στον σεξισμό και την πατριαρχία.
Μέσα από εκδόσεις και εκδηλώσεις στο χώρο της κατάληψης καθώς και κοινωνικές παρεμβάσεις, οι οποίες αναπτύσσονται τα τελευταία χρόνια δυναμικά μέσα από τη συγκρότηση της «Ομάδας ενάντια στην πατριαρχία» της Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης.
Ενάντια στον έλεγχο και την εμπορευματοποίηση των δημόσιων χώρων.
Σε παρεμβάσεις από τον πρώτο χρόνο της κατάληψης για τους δημόσιους χώρους στην Κυψέλη. Στον αγώνα ενάντια στην περίφραξη του λόφου του Φιλοπάππου στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και του Πεδίου του Άρεως το Γενάρη του 2003, στον αγώνα ενάντια στην ανάπλαση της πλατείας Εξαρχείων τον Ιούνη του 2003 και στον αγώνα, από το Φλεβάρη του 2008, για την προάσπιση του πάρκου Κύπρου και Πατησίων από τα επενδυτικά σχέδια μετατροπής του σε γκαράζ. Ένας εμβληματικός αγώνας λίγα τετράγωνα από την κατάληψη, ο οποίος το Γενάρη του 2008, μέσα στο εκρηκτικό κοινωνικό περιβάλλον που διαμόρφωσε η εξέγερση του Δεκέμβρη, πήρε διαστάσεις ευρύτερης κοινωνικής σύγκρουσης με το κράτος και τα ιδιωτικά συμφέροντα, μετά την αιφνιδιαστική κίνηση του δήμου Αθηναίων να προχωρήσει τους σχεδιασμούς του κόβοντας τα αιωνόβια δέντρα του πάρκου και επιχειρώντας να το περιφράξει για να το μετατρέψει σε εργοτάξιο για την κατασκευή του πάρκινγκ. Η άμεση κινητοποίηση των καταληψιών όπως και πολλών άλλων κατοίκων της περιοχής και αγωνιστών από διάφορες περιοχές της πόλης, με ολοήμερες συγκρούσεις με την αστυνομία, δεκάδες δράσεις αντιπληροφόρησης και ανοιχτές συνελεύσεις κατάφερε να ανατρέψει τους σχεδιασμούς του δήμου, να δενδροφυτεύσει εκ νέου το πάρκο, να αποκαταστήσει τις ζημιές που προκλήθηκαν και να αναπτύξει σε βάθος χρόνου διαδικασίες και δομές αυτοδιαχείρισής του. Σήμερα το πάρκο παραμένει ένας πράσινος, ανοιχτός χώρος στη γειτονιά της Κυψέλης, όπου εδράζεται η Συνέλευση Αντίστασης και Αλληλεγγύης Κυψέλης/Πατησίων στην οποία συμμετέχουμε και η οποία αποτελεί μια κοινωνική δομή που εκτός των άλλων οργανώνει εκδηλώσεις στο πάρκο και το φροντίζει.
Ενάντια στις ναρκομαφίες και τον κοινωνικό κανιβαλισμό.
Με έναν μακροχρόνιο αγώνα για την εκδίωξη των ναρκεμπόρων από το πάρκο Κύπρου και Πατησίων οι οποίοι επιχείρησαν να το μετατρέψουν, τα χρόνια που ακολούθησαν τη νίκη του κινήματος, σε ναρκοπιάτσα εκμεταλλευόμενοι τον χαρακτήρα αυτοδιαχείρισής του και την κρατική πολιτική συγκέντρωσής του ναρκεμπορίου σε αυτό.
Σήμερα ως κατάληψη συμμετέχουμε στον αγώνα στα Εξάρχεια ενάντια στις ναρκομαφίες, τον κοινωνικό κανιβαλισμό και την κρατική καταστολή, μέσα από το διασυλλογικό μετωπικό σχήμα της Συνέλευσης για την Επανοικειοποίηση των Εξαρχείων. Πρόκειται για έναν σκληρό, μακροχρόνιο και πολύμορφο αγώνα που αναμετριέται με το συνολικό σχέδιο του κράτους για την απονοηματοδότηση των αγωνιστικών χαρακτηριστικών και της ιστορίας της περιοχής, τα τεράστια οικονομικά συμφέροντα των ναρκομαφιών, τα εκφυλιστικά φαινόμενα κανιβαλικής βίας που οξύνονται σε συνθήκες κρίσης του συστήματος καθώς και διαχρονικές ανεπάρκειες των “χώρου” απέναντι σε φαινόμενα άλογης εξουσιαστικής και χουλιγκανίστικης βίας. Αυτή τη περίοδο τόσο η κοινωνική συνθήκη που έχει διαμορφωθεί όσο και οι δυνατότητες ανάπτυξης του αγώνα βρίσκονται σε μια κρίσιμη στιγμή. Η στρατηγική του κράτους είναι η αξιοποίηση αυτής της μεταβατικής κατάστασης ώστε να εκβιάσει την κοινωνική νομιμοποίηση για μια σαρωτική επέμβαση του στην περιοχή κατά των αναρχικών και ευρύτερα των αυτοοργανωμένων δομών αγώνα και των αγωνιστών με πρόσχημα τα παρακμιακά φαινόμενα που γιγαντώνονται καθημερινά σε αυτήν.
Τέλος, όλα αυτά τα τριάντα χρόνια η κατάληψη και οι αναρχικοί και αναρχικές που λειτουργούν σε αυτήν βρέθηκαν αδιάλειπτα και με πολλούς τρόπους στην πρώτη γραμμή του αγώνα
Ενάντια στην κρατική τρομοκρατία.
Ενάντια στη σιωπή για τις κρατικές δολοφονίες αγωνιστών.
Ενάντια στις κρατικές και παρακρατικές φασιστικές επιθέσεις.
Αλληλέγγυοι/ες στους εξεγερμένους στις φυλακές.
Αλληλέγγυοι/ες σε συντρόφους που βρέθηκαν όμηροι στα χέρια του κράτους.
Με λίγα λόγια, η κατάληψη αποτελεί ένα έδαφος συνάντησης ανθρώπων προερχόμενων από τον αγώνα στους δρόμους και ταυτόχρονα ένα έδαφος το οποίο ανανεώνει διαρκώς τη δυνατότητα να αγωνιζόμαστε σε αυτούς.
Μέρος 4ο : Κρατική καταστολή και παρακρατικές επιθέσεις
Η διαρκώς κλιμακούμενη επίθεση των κυρίαρχων πάνω στα στοιχειώδη δικαιώματα και τους όρους ζωής των από κάτω της κοινωνίας συνοδεύεται από την αντίστοιχη όξυνση και κλιμάκωση της κρατικής και παρακρατικής καταστολής των αντιστάσεων. Και ιδιαίτερα εκείνων των αντιστάσεων που δεν ελέγχονται και δεν περιορίζονται από τους θεσμούς, τους φορείς και τους παράγοντες του συστήματος, αλλά εκδηλώνονται ακηδεμόνευτα, επιχειρώντας το πέρασμα από την αυθόρμητη διαμαρτυρία και αγανάκτηση των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων ανθρώπων στη συνειδητή εξέγερση και την κοινωνική επανάσταση ως μοναδική διεξοδική απάντηση στην κρίση του συστήματος και την επίθεση της άρχουσας τάξης. Οι καταλήψεις και γενικότερα οι αυτοδιαχειριζόμενοι χώροι είναι συγκεκριμένο κομμάτι αυτής της συνειδητής και αυτοοργανωμένης αντίστασης, και έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και την εξέλιξη των ευρύτερων κοινωνικών αγώνων τις τελευταίες δεκαετίες. Για αυτό και βρίσκονταν πάντα στο στόχαστρο της κρατικής καταστολής και των παρακρατικών συμμοριών.
Συγκεκριμένα, η Λ.Κ.37 είναι ένας χώρος άρρηκτα συνδεδεμένος με τον αναρχικό αγώνα στην Ελλάδα ενάντια στο κράτος και το κεφάλαιο με συνεχή παρέμβαση, δράση και συμμετοχή στα μέτωπα των κοινωνικών και ταξικών αγώνων. Έτσι, στα 31 χρόνια λειτουργίας και δράσης του εγχειρήματος , τόσο σε τοπικό επίπεδο παρέμβασης στη γειτονιά όσο και σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, η κατάληψη έχει αντιμετωπίσει επανειλημμένα κατασταλτικά σχέδια σε βάρος της με αστυνομικές εισβολές και εκκενώσεις μαζί με προσπάθειες των πανεπιστημίων-ιδιοκτητών του κτηρίου για έξωση των καταληψιών ταυτόχρονα με πλήθος εμπρηστικών και δολοφονικών επιθέσεων από παρακρατικές συμμορίες φασιστών.
Η Ήδη από τις αρχές της ύπαρξής της η κατάληψη αποτελεί έναν από τους στόχους των κατασταλτικών σχεδιασμών του κράτους κατά των αντιστεκόμενων. Την δεκαετία του 1990 μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα κρατικής τρομοκρατίας και καταστολής και εγκληματοποίησης των αγωνιστών, οι καταληψίες αντιμετώπισαν τρεις αστυνομικές εισβολές με εκκένωση του κτηρίου και συλλήψεις. Το εγχείρημα όμως παρέμεινε χάρη στην αντίσταση καταληψιών και αλληλέγγυων με την ανακατάληψη του κτηρίου και τη συνέχιση του αγώνα. Επίσης, από το 2002 και οι ιδιοκτήτες του κτηρίου, τρία πανεπιστήμια της Αθήνας, προχωρούν σε κατασταλτικές μεθοδεύσεις με σκοπό την έξωση των καταληψιών και την πιθανή κερδοσκοπική εκμετάλλευση του κτηρίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διακοπή του νερού το καλοκαίρι του 2002 σε μια προσπάθεια οι καταληψίες να εγκαταλείψουν το κτήριο. Όμως και αυτά τα σχέδια έπεσαν και συνεχίζουν να πέφτουν στο κενό βρίσκοντας εμπόδιο στην μαχητική αντίσταση για την υπεράσπιση της κατάληψης. Τέλος, μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, στα πλαίσια της γενικότερης αντι-εξεγερτικής εκστρατείας του κράτους για να ανακόψει τη γέννηση και την αναζωπύρωση πλήθους αυτοοργανωμένων συλλογικών αντιστάσεων σε κάθε μέτωπο του κοινωνικού – ταξικού αγώνα, η επίθεση στις καταλήψεις ήταν μία από τις πολιτικές αποφάσεις του κράτους και ο γενικός εισαγγελέας του παρήγγειλε την εκκένωσή τους σε όλη τη χώρα. Όμως η επίθεση αυτή δεν υλοποιήθηκε εξαιτίας των μεγάλων κινητοποιήσεων αλληλεγγύης, των έντονων ευρύτερων αγώνων εκείνη την περίοδο και των διαρκών κυβερνητικών αλλαγών.
Την περίοδο μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 το κράτος και οι νέοι πολιτικοί του διαχειριστές εξαπολύουν μία ευρεία κατασταλτική εκστρατεία για την πάταξη των κοινωνικών και ταξικών αντιστάσεων με βάση το δόγμα της μηδενικής ανοχής και την επιβολή της «νομιμότητας». Μία από τις βασικές αιχμές της εκστρατείας αυτής ήταν και η καταστολή των καταλήψεων και των αυτοοργανωμένων δομών του αγώνα συνοδευόμενη από την «απαραίτητη» εκστρατεία κατασυκοφάντησης και απονοηματοδότησής τους από τα ΜΜΕ . Πολλές καταλήψεις στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη εκκενώθηκαν την περίοδο αυτή. Στις 15 Ιανουαρίου 2013 έγινε αστυνομική επιχείρηση εισβολής και εκκένωσης της Λ.Κ.37 με τα ειδικά αστυνομικά σώματα να πασχίζουν επί μιάμιση ώρα να μπουν στο οχυρωμένο κτήριο και τους 14 συντρόφους της περιφρούρησης να παραμένουν στην ταράτσα, φωνάζοντας συνθήματα μαζί με τους αλληλέγγυους που είχαν συγκεντρωθεί έξω από την κατάληψη και υψώνοντας πανό που έγραφε ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ – NOPASARAN! Όταν τελικά οι κατασταλτικές δυνάμεις κατάφεραν να μπουν στο κτήριο οι 14 σύντροφοι προσήχθησαν και οδηγήθηκαν στη ΓΑΔΑ. Όμως η εικόνα της επιβολής και του αιφνιδιασμού μέσω μιας ταχείας εισβολής εν μέσω σιωπής όπως είχε συμβεί σε προηγούμενες εισβολές σε καταλήψεις είχε ήδη ανατραπεί και οι ιδιοκτήτες του κτηρίου να δηλώνουν πως η εισβολή είχε γίνει χωρίς την έγκρισή τους. Η όλη επιχείρηση που σκοπό είχε την οριστική λήξη της λειτουργίας της κατάληψης και την εξουδετέρωση της δράσης της, κατέληξε σε φιάσκο για το κράτος και μπροστά στο ενδεχόμενο ανοίγματος ενός νέου κύκλου κινητοποιήσεων σε όλη τη χώρα τέσσερεις ώρες αργότερα οι αστυνομικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να αποσυρθούν, οι προσαχθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι και ο κόσμος που παρέμενε έξω από το χώρο της κατάληψης, καταληψίες και αλληλέγγυοι την ανακατέλαβαν. Στην φάση εκείνη το κατασταλτικό κύμα εναντίον των καταλήψεων και οι πολιτικοί φορείς του ήταν αποδυναμωμένοι καθώς η ορμή που είχαν αναπτύξει είχε βρει μπροστά της την διαρκή, μαζική και δυναμική αντίσταση του κινήματος με χιλιάδες αγωνιζόμενων να συσπειρώνονται γύρω από τις καταλήψεις σχηματίζοντας ένα κοινωνικό-ταξικό μέτωπο απέναντι στην κρατική καταστολή. Κορυφαία στιγμή της αντίστασης αυτής ήταν η ανακατάληψη από δεκάδες αγωνιστές της Βίλλα Αμαλίας, μία από τις μακροβιότερες καταλήψεις στη χώρα που είχε εκκενωθεί τον Δεκέμβριο του 2012 και που φρουρούνταν νυχθημερόν από τις δυνάμεις των ΜΑΤ που είχε σαν αποτέλεσμα τον εξευτελισμό της κρατικής καταστολής και την καταρράκωση της εικόνας πυγμής που επιδίωκε να περάσει το κράτος στην κοινωνία. Γι’ αυτό και η κίνηση αυτή αντιμετωπίστηκε με την άμεση εκκένωση και τη σύλληψη των αγωνιστών. Επίσης, λίγες μέρες μετά την ανακατάληψη της Villa Amalias πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα διαδήλωση αλληλεγγύης στις καταλήψεις με τη συμμετοχή πάνω από δέκα χιλιάδων ανθρώπων από πλήθος πολιτικών, κοινωνικών και ταξικών συλλογικοτήτων , η πιο μαζική και πλατιά έκφραση στο δρόμο της αντίστασης στα σχέδια του κράτους. Έτσι, η αποτυχία της καταστολής στη Λ. Καραγιάννη σηματοδότησε της αναστολή της επίθεσης, έστω και πρόσκαιρα, όχι μόνο στη συγκεκριμένη κατάληψη αλλά στις καταλήψεις ευρύτερα. Ωστόσο συνεχίστηκε κάτω από άλλες συνθήκες – δηλαδή σε μία περίοδο κάμψης των αντιστάσεων και της αλληλεγγύης – μερικούς μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 2013, χτυπώντας όλες τις καταλήψεις της Πάτρας, για να συνεχιστεί αργότερα και σε άλλες πόλεις όπως τα Γιάννενα, το Μεσολόγγι και η Θεσσαλονίκη.
Σήμερα, και με την «αριστερή» διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ οι καταλήψεις συνεχίζουν να στοχοποιούνται από το κράτος και την καταστολή μέσα από την ίδια την κυβέρνηση που έχει προαναγγείλει επιθέσεις σε κατειλημμένους χώρους αλλά και μέσα από δημοσιεύματα στον τύπο. Το πρόσχημα που χρησιμοποιείται για την καταστολή των χώρων στις περισσότερες περιπτώσεις είναι η «αξιοποίησή» τους για κοινωφελείς σκοπούς με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις κατασταλτικές μεθοδεύσεις σε βάρος της κατάληψης Mundo Nuevo στην Θεσσαλονίκη που απειλείται αυτή τη στιγμή με άμεση εκκένωση. Σε αυτή την περίπτωση ο Δήμος Θέρμης, ιδιοκτήτης του κτηρίου, το παραχωρεί στον ΟΚΑΝΑ για να μετατραπεί σε σχολείο δεύτερης ευκαιρίας για τοξικοεξαρτημένους.
Παράλληλα και ευθυγραμμισμένες με τις κατασταλτικές επιδιώξεις του επίσημου κράτους για την εξουδετέρωση των κοινωνικών και ταξικών αντιστάσεων και την τρομοκράτηση της κοινωνίας δρουν και οι παρακρατικές φασιστικές-ναζιστικές συμμορίες με πλήθος επιθέσεων στις καταλήψεις, τους αυτοοργανωμένους χώρους αγώνα και σε αγωνιστές. Όπου δεν μπορούν να δράσουν άμεσα οι κρατικοί μηχανισμοί καταστολής, επιστρατεύονται οι παρακρατικές συμμορίες που δρουν απαλλαγμένες από τον περιορισμό των επίσημων αρχών. Η Λ.Κ.37 ένας χώρος με πλούσια και αδιάκοπη αντιφασιστική δράση σε τοπικό επίπεδο γειτονιάς αλλά και σταθερή συμμετοχή στις κεντρικές αντιφασιστικές κινητοποιήσεις έχει αντιμετωπίσει αμέτρητες επιθέσεις εμπρηστικές και δολοφονικές σε όλη τη διάρκεια της δραστηριοποίησης της. Μία από τις πιο σοβαρές επιθέσεις στο χώρο ήταν αυτή τον Απρίλιο του 2005 από την ομάδα κρούσης της Χρυσής Αυγής με μολότωφ και μαχαίρια πριν την έναρξη εκδήλωσης για τα 17 χρόνια της κατάληψης. Οι φασίστες προσπάθησαν να εισβάλουν στο κτήριο και να το πυρπολήσουν με άμεσο κίνδυνο για τη ζωή των ανθρώπων που συμμετείχαν στην εκδήλωση. Η επίθεση των θρασύδειλων παρακρατικών λακέδων αποκρούστηκε. Κατά τη διάρκεια της απόκρουσης και συμπλοκής έξω από την κατάληψη, τραυματίστηκαν σοβαρά από μαχαιριές μία καταληψίας και ένας αλληλέγγυος. Στη συνέχεια, η περιοχή κυκλώθηκε από ασφαλίτες και ΜΑΤ.Η επίθεση εκείνη ήταν το αποκορύφωμα μιας σειράς φασιστικών επιθέσεων σε πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους, σε αντιεξουσιαστές αγωνιστές και μετανάστες με την πλήρη κάλυψη του επίσημου κράτους. Απάντηση στις επιθέσεις αυτές ήταν οι δυναμικές κινητοποιήσεις εκατοντάδων συντρόφων στο δρόμο, με αποκορύφωμα την αντικρατική – αντιφασιστική πορεία 2.500 ανθρώπων τον Μάιο του 2005 που ανάγκασε τότε το κράτος να αναδιπλωθεί και να αλλάξει τακτική αποκηρύσσοντας τον ναζισμό και προβάλλοντας ένα δημοκρατικό προσωπείο.
Στην τωρινή περίοδο με αφορμή την ανακίνηση του Μακεδονικού ζητήματος επιχειρείται η συγκρότηση ενός αντιεπαναστατικού φασιστικού πόλου στο δρόμο για την απρόσκοπτη επιβολή του σύγχρονου ολοκληρωτισμού και καλλιεργείται η μισαλλοδοξία, ο εθνικισμός, ο ρατσισμός και ο κανιβαλισμός. Μέσα σε αυτή την συγκυρία καταλήψεις και οι αυτοοργανωμένοι χώροι αγώνα, οι αγωνιστές αλλά και οι μετανάστες βρίσκονται στο στόχαστρο φασιστικών επιθέσεων. Αποκορύφωμα των επιθέσεων αυτών ήταν η πυρπόληση της κατάληψης Libertatia στην Θεσσαλονίκη από ομάδες φασιστοειδών με την κάλυψη της αστυνομίας κατά τη διάρκεια εθνικιστικού συλλαλητηρίου στις 21 Γενάρη 2018 (όπως είχε συμβεί και στην Λ.Κ.37 το 1992 όπου κάτω από τις ίδιες συνθήκες φασίστες εισέβαλαν στο κτήριο και προκάλεσαν ζημιές ) και η δολοφονική επίθεση στον Ε.Κ.Χ Φαβέλα στον Πειραιά. Έτσι και στην Λ.Κ.37 το τελευταίο διάστημα έχουμε δεχτεί σειρά φασιστικών εμπρηστικών επιθέσεων που έχουν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά. Αντιμετωπίζουμε και απαντάμε σε αυτές τις επιθέσεις όχι μόνο περιφρουρώντας την κατάληψη αλλά και συνεχίζοντας να οργανώνουμε τον αντιφασιστικό αγώνα μας στους δρόμους.
Η υπεράσπιση της κατάληψης Λ.Κ.37 και όλων των κατειλημμένων και αυτοοργανωμένων χώρων αγώνα από τις επιθέσεις είτε των επίσημων κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών είτε των παρακρατικών φασιστικών συμμοριών αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του αγώνα μας ως αναρχικών και καταληψιών ενάντια στο κράτος και το κεφάλαιο, την καταπίεση και την εκμετάλλευση. και πρέπει να είναι υπόθεση όλων των αγωνιζόμενων από τα κάτω.
Γενάρης 2019
Κατάληψη Λέλας Καραγιάννη 37